Άπλωσε το χέρι του με την παλάμη προς το μέρος του
και με τις άκρες των δαχτύλων του
χάιδεψε το μέτωπο και τα μαλλιά της.
Αν και δεν άγγιζαν ύλη τα δάχτυλά του,
την ένιωθε.
Την ένιωθε με όλες τις αισθήσεις του.
Ήταν υπαρκτή.
"Για σένα, αγάπη μου, για σένα, νεράιδα μου".
Με μια κίνηση του κεφαλιού της
πλησίασε τα χείλη της στα δικά του.
Ήταν ένα πνεύμα, μια οφθαλμαπάτη,
και ήξερε ότι τη στιγμή που τον φιλούσε
δεν μπορούσε να νιώσει τη σάρκα της στη σάρκα του,
μπορούσε όμως να νιώσει με την ψυχή της την ψυχή του.
από το βιβλίο "Ο έρωτας και η ψυχή"
της Λευκής Οικονόμου